μακελλωτός

μακελλωτός
μακελλωτός, -ή, -όν (Α)
περιφραγμένος με κιγκλίδες, με κάγκελα, καγκελωτός, κιγκλιδωτός («μακελλωταὶ θύραι», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάκελλον «τόπος περιφραγμένος» + κατάλ. -(ω)τός (πρβλ. λατ. macellotae)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”